- σκληρόφυής
- σκληρό-φῠής, ές,A of hard, harsh nature, tough, Xenocr. ap. Orib. 2.58.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκληροφυής — σκληρόφυής of hard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροφυής — ές, Α αυτός που είναι σκληρής φύσης, που είναι από τη φύση του τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek